- επιστρεφής
- ἐπιστρεφής, -ές (Α)1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.)2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή»)3. ευλύγιστος4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος5. επιστρεπτικός*.επίρρ...ἐπιστρεφῶς και ιων. τ. επιστρεφέως1. δραστήρια, με ενεργητικότητα2. με επιμέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στρεφής (< *στρέφος)].
Dictionary of Greek. 2013.